- τριχοειδής
- capillaire
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
τριχοειδής — like a hair masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχοειδής — ές, ΝΑ όμοιος με τρίχα (α. «τριχοειδή αγγεία» β. «τριχοειδεῑς σωλῆνες», Γαλ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. τα τριχοειδή ανατ. λεπτότατα αιμοφόρα και λεμφικά αγγεία, που αποτελούν σημαντικά στοιχεία τής κυκλοφορίας τού αίματος και τής λέμφου, αλλ.… … Dictionary of Greek
τριχοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. που μοιάζει με τρίχα: Τριχοειδή αγγεία. 2. το ουδ. ως ουσ., τριχοειδές, το κεφάλαιο της μοριακής φυσικής που εξετάζει τα τριχοειδή φαινόμενα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριχοειδῆ — τριχοειδής like a hair neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριχοειδής like a hair masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριχοειδής like a hair masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχοειδεῖς — τριχοειδής like a hair masc/fem acc pl τριχοειδής like a hair masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχοειδέα — τριχοειδής like a hair neut nom/voc/acc pl (epic ionic) τριχοειδής like a hair masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχοειδές — τριχοειδής like a hair masc/fem voc sg τριχοειδής like a hair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχοειδέσι — τριχοειδής like a hair masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχοειδέσιν — τριχοειδής like a hair masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχοειδῶν — τριχοειδής like a hair masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχοειδῶς — τριχοειδής like a hair adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)